κομπαστής: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />vantard, fanfaron.<br />'''Étymologie:''' [[κομπάζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />vantard, fanfaron.<br />'''Étymologie:''' [[κομπάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. κομπάστρια (Α [[κομπαστής]]) [[κομπάζω]]<br />αυτός που κομπάζει, [[αλαζόνας]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χτυπά με το [[χέρι]] πήλινο [[δοχείο]] κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A braggart, Ph.2.273 (pl.), Plu.Crass.16, Sch.Ar.Ach.595 in POxy. 856.56. II one who rings wine-jars to test their soundness (cf. κομπάζω 11), PSI8.953.3 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1479] ὁ, der Großsprecher, Prahler, Plut. Crass. 16 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κομπαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κομπάζων, ἀλαζών, Πλουτ. Κράσσ. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: κομπάζω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κομπάστρια (Α κομπαστής) κομπάζω
αυτός που κομπάζει, αλαζόνας, καυχησιάρης
αρχ.
αυτός που χτυπά με το χέρι πήλινο δοχείο κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.