κομπαστής: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />vantard, fanfaron.<br />'''Étymologie:''' [[κομπάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />vantard, fanfaron.<br />'''Étymologie:''' [[κομπάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κομπάστρια (Α [[κομπαστής]]) [[κομπάζω]]<br />αυτός που κομπάζει, [[αλαζόνας]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χτυπά με το [[χέρι]] πήλινο [[δοχείο]] κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κομπαστής Medium diacritics: κομπαστής Low diacritics: κομπαστής Capitals: ΚΟΜΠΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kompastḗs Transliteration B: kompastēs Transliteration C: kompastis Beta Code: *kompasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A braggart, Ph.2.273 (pl.), Plu.Crass.16, Sch.Ar.Ach.595 in POxy. 856.56.    II one who rings wine-jars to test their soundness (cf. κομπάζω 11), PSI8.953.3 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, der Großsprecher, Prahler, Plut. Crass. 16 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κομπαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κομπάζων, ἀλαζών, Πλουτ. Κράσσ. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: κομπάζω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κομπάστρια (Α κομπαστής) κομπάζω
αυτός που κομπάζει, αλαζόνας, καυχησιάρης
αρχ.
αυτός που χτυπά με το χέρι πήλινο δοχείο κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.