κρεοδοσία: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6_9) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρεοδοσία''': ἡ, = κρεοδαισία, Ζωναρ. 1253, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. Δημητρ. 11· ― κρεοδοτέω, Ζωναρ. 1258· ἐκ τοῦ κρεοδότης, ου, ὁ, = [[κρεοδαίτης]], Σουΐδ., γραφόμενον κρεωδότης, ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4485. Ἴδε ἐν λέξ. κρεω-. | |lstext='''κρεοδοσία''': ἡ, = κρεοδαισία, Ζωναρ. 1253, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. Δημητρ. 11· ― κρεοδοτέω, Ζωναρ. 1258· ἐκ τοῦ κρεοδότης, ου, ὁ, = [[κρεοδαίτης]], Σουΐδ., γραφόμενον κρεωδότης, ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4485. Ἴδε ἐν λέξ. κρεω-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Μ [[κρεοδοσία]]) [[κρεοδότης]]<br />[[διανομή]] κρέατος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = κρεοδαισία, Zonar., v.l. in Plu.Demetr.11:
Greek (Liddell-Scott)
κρεοδοσία: ἡ, = κρεοδαισία, Ζωναρ. 1253, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. Δημητρ. 11· ― κρεοδοτέω, Ζωναρ. 1258· ἐκ τοῦ κρεοδότης, ου, ὁ, = κρεοδαίτης, Σουΐδ., γραφόμενον κρεωδότης, ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4485. Ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.