κόροιφος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
(6_15)
(21)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόροιφος''': -ον, (οἰφάω) ὁ οἰφῶν, βινῶν, ἐγγαστρώνων τὰς κόρας, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 62.
|lstext='''κόροιφος''': -ον, (οἰφάω) ὁ οἰφῶν, βινῶν, ἐγγαστρώνων τὰς κόρας, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 62.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόροιφος]], -ον (δ. γρφ. [[κόρυφος]]) (Α)<br />αυτός που διαφθείρει τα κορίτσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οιφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἴφω]] «συνουσιάζομαι»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φίλ</i>-<i>οιφος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1487] von οἰφέω, der ein Mädchen beschläft; Schol. Theocr. 4, 62; E. M.

Greek (Liddell-Scott)

κόροιφος: -ον, (οἰφάω) ὁ οἰφῶν, βινῶν, ἐγγαστρώνων τὰς κόρας, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 62.

Greek Monolingual

κόροιφος, -ον (δ. γρφ. κόρυφος) (Α)
αυτός που διαφθείρει τα κορίτσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + -οιφος (< οἴφω «συνουσιάζομαι»), πρβλ. φίλ-οιφος].