κόροιφος

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόροιφος Medium diacritics: κόροιφος Low diacritics: κόροιφος Capitals: ΚΟΡΟΙΦΟΣ
Transliteration A: kóroiphos Transliteration B: koroiphos Transliteration C: koroifos Beta Code: ko/roifos

English (LSJ)

v. κόρυφος III.

German (Pape)

[Seite 1487] von οἰφέω, der ein Mädchen beschläft; Schol. Theocr. 4, 62; E. M.

Greek (Liddell-Scott)

κόροιφος: -ον, (οἰφάω) ὁ οἰφῶν, βινῶν, ἐγγαστρώνων τὰς κόρας, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 62.

Greek Monolingual

κόροιφος, -ον (δ. γρφ. κόρυφος) (Α)
αυτός που διαφθείρει τα κορίτσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + -οιφος (< οἴφω «συνουσιάζομαι»), πρβλ. φίλοιφος].