κονιστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_10)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κονιστικός''': -ή, -όν, εὐαρεστούμενος νὰ κυλίηται ἢ κάθηται ἐν τῇ κόνει, ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετ. τῷ λοῦσται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.
|lstext='''κονιστικός''': -ή, -όν, εὐαρεστούμενος νὰ κυλίηται ἢ κάθηται ἐν τῇ κόνει, ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετ. τῷ λοῦσται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[κονιστικός]], -ή, όν (Α) [[κονίω]]<br />(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη [[σκόνη]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονῑστικός Medium diacritics: κονιστικός Low diacritics: κονιστικός Capitals: ΚΟΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: konistikós Transliteration B: konistikos Transliteration C: konistikos Beta Code: konistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A liking to roll in the dust, of birds, opp. λοῦσται, Arist.HA633a29.

German (Pape)

[Seite 1481] ὄρνις, ein Vogel, der sich gern im Sande badet, Arist. H. A. 9, 49.

Greek (Liddell-Scott)

κονιστικός: -ή, -όν, εὐαρεστούμενος νὰ κυλίηται ἢ κάθηται ἐν τῇ κόνει, ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετ. τῷ λοῦσται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.

Greek Monolingual

κονιστικός, -ή, όν (Α) κονίω
(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη σκόνη.