θυήλημα: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
(6_12) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυήλημα''': ἴδε [[θύλημα]]. | |lstext='''θυήλημα''': ἴδε [[θύλημα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυήλημα]] και ιων. τ. [[θυάλημα]], και διάφ. τ. [[θύλημα]], τὸ (Α) [[θυηλούμαι]]<br />[[ιερή]] [[προσφορά]], [[θυσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A sacrificial offering, Thphr.Char.10.13:—Ion. θυαλήματα SIG57.38 (Milet., v B.C.); cf. θύλημα.
German (Pape)
[Seite 1222] τό, bei Theophr. f. L. für θύλημα.
Greek (Liddell-Scott)
θυήλημα: ἴδε θύλημα.
Greek Monolingual
θυήλημα και ιων. τ. θυάλημα, και διάφ. τ. θύλημα, τὸ (Α) θυηλούμαι
ιερή προσφορά, θυσία.