ἰσόκαινος: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(6_16)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόκαινος''': -ον, [[ἴσος]] πρὸς καινόν, ὡς [[νέος]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίκαινον.
|lstext='''ἰσόκαινος''': -ον, [[ἴσος]] πρὸς καινόν, ὡς [[νέος]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίκαινον.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσόκαινος]], -ον (Α)<br />[[ίσος]] με [[νέον]], όμοιος με [[νέον]], [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καινός]] «[[νέος]]»].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόκαινος Medium diacritics: ἰσόκαινος Low diacritics: ισόκαινος Capitals: ΙΣΟΚΑΙΝΟΣ
Transliteration A: isókainos Transliteration B: isokainos Transliteration C: isokainos Beta Code: i)so/kainos

English (LSJ)

ον,

   A as good as new, Hsch. s.v. ἀντίκαινον.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόκαινος: -ον, ἴσος πρὸς καινόν, ὡς νέος, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίκαινον.

Greek Monolingual

ἰσόκαινος, -ον (Α)
ίσος με νέον, όμοιος με νέον, νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + καινός «νέος»].