κρέμασμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρέμασμα''': τό, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 157. | |lstext='''κρέμασμα''': τό, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 157. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Μ κρέμασμαν) [[κρεμώ]]<br />το να κρεμιέται [[κάτι]] από ψηλότερο [[σημείο]], [[ανάρτηση]], [[εξάρτηση]], <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαγχονισμός]]<br /><b>2.</b> (συν. σαρκαστικά) [[γάμος]], [[παντρειά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στήριγμα]]. | |||
}} | }} |