λαιμάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(6_5)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαιμάσσω''': Ἀττ. -ττω, ([[λαιμὸς]]) εἶμαι [[λαίμαργος]] ἢ [[πειναλέος]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1178, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 6. 96.
|lstext='''λαιμάσσω''': Ἀττ. -ττω, ([[λαιμὸς]]) εἶμαι [[λαίμαργος]] ἢ [[πειναλέος]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1178, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 6. 96.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαιμάσσω]] και [[λαιμώσσω]], αττ. τ. λαιμάττω (Α)<br />[[τρώγω]] [[λαίμαργα]], [[καταβροχθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άσσω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σπαρ</i>-<i>άσσω</i>). Ο τ. [[λαιμώσσω]] <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώσσω</i>, που δηλώνει [[ασθένεια]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμβλυ</i>-<i>ώσσω</i>, <i>καρδι</i>-<i>ώσσω</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμάσσω Medium diacritics: λαιμάσσω Low diacritics: λαιμάσσω Capitals: ΛΑΙΜΑΣΣΩ
Transliteration A: laimássō Transliteration B: laimassō Transliteration C: laimasso Beta Code: laima/ssw

English (LSJ)

Att. λαιμάττω, (λαιμός B)

   A to be grcedy or hungry, Ar.Ec.1179 (lyr.), Herod.6.97; cf. λαιμώσσω.

German (Pape)

[Seite 7] att. λαιμάττω, gierig verschlingen, fressen, Ar. Eccl. 1178.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμάσσω: Ἀττ. -ττω, (λαιμὸς) εἶμαι λαίμαργοςπειναλέος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1178, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 6. 96.

Greek Monolingual

λαιμάσσω και λαιμώσσω, αττ. τ. λαιμάττω (Α)
τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + επίθημα -άσσω (πρβλ. σπαρ-άσσω). Ο τ. λαιμώσσω < λαιμός + επίθημα -ώσσω, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. αμβλυ-ώσσω, καρδι-ώσσω)].