κυαμίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(6_6)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυᾰμίζω''': εἶμαι ἐν ἡλικίᾳ γάμου (πρβλ. [[κύαμος]] v), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 500.
|lstext='''κυᾰμίζω''': εἶμαι ἐν ἡλικίᾳ γάμου (πρβλ. [[κύαμος]] v), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 500.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυαμίζω]] (Α) [[κύαμος]]<br />(για κορίτσια) βρίσκομαι σε [[ηλικία]] γάμου, [[ενηλικιώνομαι]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰμίζω Medium diacritics: κυαμίζω Low diacritics: κυαμίζω Capitals: ΚΥΑΜΙΖΩ
Transliteration A: kyamízō Transliteration B: kyamizō Transliteration C: kyamizo Beta Code: kuami/zw

English (LSJ)

   A to be ripe for marriage (cf. κύαμος 111), Ar.Fr.582.

German (Pape)

[Seite 1521] mannbar werden, vom Mädchen, Ar. frg. 500. S. κύαμος u. κυάμιστος.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμίζω: εἶμαι ἐν ἡλικίᾳ γάμου (πρβλ. κύαμος v), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 500.

Greek Monolingual

κυαμίζω (Α) κύαμος
(για κορίτσια) βρίσκομαι σε ηλικία γάμου, ενηλικιώνομαι.