κωμητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(6_10)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωμητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἤ ἁρμόζων εἰς κωμήτην, Συνέσ. 171Β.
|lstext='''κωμητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἤ ἁρμόζων εἰς κωμήτην, Συνέσ. 171Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[κωμητικός]], -ή, -όν (AM) [[κωμήτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κώμη]] («κωμητικὰ τείχη», <b>Συνέσ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμητικός Medium diacritics: κωμητικός Low diacritics: κωμητικός Capitals: ΚΩΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kōmētikós Transliteration B: kōmētikos Transliteration C: komitikos Beta Code: kwmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a κώμη, τὰ κ. funds of the κ., PRyl.221.29 (iii A.D.), PTeb.340i10 (iii A.D.); κ. κατάστασις Just.Nov.38.6; delivered by a κ., χόρτος Sammelb.4496.18 (vi A.D.).    II rustic, peasant, γύναιον Porph. Chr.64.

German (Pape)

[Seite 1544] das Dorf, den Dorfbewohner betreffend, ihm eigen oder angemessen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωμητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἤ ἁρμόζων εἰς κωμήτην, Συνέσ. 171Β.

Greek Monolingual

κωμητικός, -ή, -όν (AM) κωμήτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κώμη («κωμητικὰ τείχη», Συνέσ.).