κυκλάμινος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_10) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκλάμῑνος''': ἡ, Θεόκρ. 5. 123, Διοσκ. 2. 194· [[ὡσαύτως]] ἀρσ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9· 4· κυκλαμίς, ἡ, Ὀρφ. Ἀργ. 915· ― cyclamen, [[φυτόν]] τι [[μετὰ]] στρογγύλων βωλοειδῶν ῥιζῶν φέρον εὐῶδες [[ἄνθος]] χρήσιμον εἰς τὴν κατασκευὴν στεφάνων. | |lstext='''κυκλάμῑνος''': ἡ, Θεόκρ. 5. 123, Διοσκ. 2. 194· [[ὡσαύτως]] ἀρσ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9· 4· κυκλαμίς, ἡ, Ὀρφ. Ἀργ. 915· ― cyclamen, [[φυτόν]] τι [[μετὰ]] στρογγύλων βωλοειδῶν ῥιζῶν φέρον εὐῶδες [[ἄνθος]] χρήσιμον εἰς τὴν κατασκευὴν στεφάνων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκλάμινος]], ἡ και ὁ (Α)<br />το [[φυτό]] [[κυκλάμινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. σχηματισμένη από τον τ. [[κύκλος]], [[κατά]] το [[σησάμινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, Theoc.5.123, Dsc.2.164; also ὁ, Thphr.HP 7.9.4, 9.9.3; κυκλᾰμίς, ἡ, Orph.A.917:—
A Cyclamen graecum, etc., Il.cc.; also κ. ἑτέρα honeysuckle, Lonicera Periclymenum, Dsc.2.165.
German (Pape)
[Seite 1526] ἡ, Saubrot, eine Pflanze mit runden Knollen, deren wohlriechende Blumen zu Kränzen genommen wurden; Theocr. 5, 123; Nic. bei Ath. XV, 684 d; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλάμῑνος: ἡ, Θεόκρ. 5. 123, Διοσκ. 2. 194· ὡσαύτως ἀρσ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9· 4· κυκλαμίς, ἡ, Ὀρφ. Ἀργ. 915· ― cyclamen, φυτόν τι μετὰ στρογγύλων βωλοειδῶν ῥιζῶν φέρον εὐῶδες ἄνθος χρήσιμον εἰς τὴν κατασκευὴν στεφάνων.
Greek Monolingual
κυκλάμινος, ἡ και ὁ (Α)
το φυτό κυκλάμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από τον τ. κύκλος, κατά το σησάμινος.