κυττάριον: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(6_22) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυττάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύτταρος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 26., 4. 4, 6. | |lstext='''κυττάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύτταρος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 26., 4. 4, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυττάριον]], τὸ (Α, Μ κυττάρι) [[κύτταρος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[πλακούντας]], το ύστερο<br /><b>αρχ.</b><br />υποκορ. του [[κύτταρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of κύτταρος, Arist.GA760b34, 770a29.
German (Pape)
[Seite 1539] τό, dim. von κύτταρος, von den Bienenzellen, Arist. gen. anim. 4, 4, vgl. Schol. Theoc. 9, 19.
Greek (Liddell-Scott)
κυττάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύτταρος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 26., 4. 4, 6.
Greek Monolingual
κυττάριον, τὸ (Α, Μ κυττάρι) κύτταρος
μσν.
ο πλακούντας, το ύστερο
αρχ.
υποκορ. του κύτταρος.