κυκνίας: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6_1) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκνίας''': [[ἀετός]], ὁ, [[εἶδος]] λευκοῦ ἀετοῦ, Παυσ. 8. 17, 3. | |lstext='''κυκνίας''': [[ἀετός]], ὁ, [[εἶδος]] λευκοῦ ἀετοῦ, Παυσ. 8. 17, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκνίας]], ὁ (AM, Μ και κυκνέας)<br />[[είδος]] αετού όμοιου στη [[λευκότητα]] με κύκνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κύκν</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρκιν</i>-<i>ίας</i>, <i>κοχλ</i>-<i>ίας</i>). Ο [[αετός]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του λευκού χρώματός του]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ἀετός, ὁ, a kind of
A white eagle, Paus.8.17.3.
Greek (Liddell-Scott)
κυκνίας: ἀετός, ὁ, εἶδος λευκοῦ ἀετοῦ, Παυσ. 8. 17, 3.
Greek Monolingual
κυκνίας, ὁ (AM, Μ και κυκνέας)
είδος αετού όμοιου στη λευκότητα με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκν-ος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καρκιν-ίας, κοχλ-ίας). Ο αετός ονομάστηκε έτσι λόγω του λευκού χρώματός του].