λεπτόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτόφωνος''': -ον, ἔχων λεπτὴν ἢ ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13. | |lstext='''λεπτόφωνος''': -ον, ἔχων λεπτὴν ἢ ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ψιλή]] ή αδύνατη [[φωνή]] («[[πάντα]] τὰ [[θήλεα]] λεπτοφωνότερα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ημί</i>-<i>φωνος</i>, [[παρά]]-<i>φωνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with small, weak voice, Sapph.Oxy.1231Fr.22.2, Arist.HA538b13 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 31] mit dünner, feiner Stimme, τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα Arist. H. A. 4, 11; Poll. 4, 114.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόφωνος: -ον, ἔχων λεπτὴν ἢ ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λεπτόφωνος, -ον)
αυτός που έχει ψιλή ή αδύνατη φωνή («πάντα τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ημί-φωνος, παρά-φωνος].