Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιθώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />pierreux.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />pierreux.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[λιθώδης]], -ῶδες) [[λίθος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[πέτρα]] («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] πέτρες, [[πετρώδης]] («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σκληρόκαρδος]], [[άπονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιθωδῶς</i> (Α)<br />όπως οι πέτρες.
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθώδης Medium diacritics: λιθώδης Low diacritics: λιθώδης Capitals: ΛΙΘΩΔΗΣ
Transliteration A: lithṓdēs Transliteration B: lithōdēs Transliteration C: lithodis Beta Code: liqw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like stone, stony, γῆ Hdt.4.23; ὁδός X.Eq.4.4; τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.HA590b23; πεδίον (as pr. n.) Str.4.1.7: Comp., of plants, Arist.GA783a31: metaph., λ. [κέαρ] Pl.Tht.194e; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.Mag.3.61. Adv. -δῶς, ὅσα (sc. ὕδατα) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.Fr.66.16.

German (Pape)

[Seite 46] ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ κέαρ, Plat. Theaet. 194 c; steinig, ὁδός, Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon

Greek (Liddell-Scott)

λῐθώδης: -ες, ὡς τὸ λιθοειδής, ὅμοιος πρὸς λίθον, πλήρης λίθων, πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 4. 23· ὁδὸς Ξεν. Ἱππ. 4, 4· τόποι τραχεῖς καὶ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 20, κτλ.· μεταφορ., λ. κέαρ Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε· τῆς Νιόβης λιθωδέστερος Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτ. 3. 61. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀέτ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
pierreux.
Étymologie: λίθος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM λιθώδης, -ῶδες) λίθος
1. όμοιος με πέτρα («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)
2. γεμάτος πέτρες, πετρώδης («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», Αριστοτ.)
μσν.
μτφ. σκληρόκαρδος, άπονος.
επίρρ...
λιθωδῶς (Α)
όπως οι πέτρες.