λεπτοτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(6_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτοτράχηλος''': [ᾰ], -ον, ἔχων [[λεπτὸν]] ἢ ὡραῖον τράχηλον, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 392C.
|lstext='''λεπτοτράχηλος''': [ᾰ], -ον, ἔχων [[λεπτὸν]] ἢ ὡραῖον τράχηλον, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 392C.
}}
{{grml
|mltxt=-η -ο (Α [[λεπτοτράχηλος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]] τράχηλο («ὁ [[θῆλυς]] [[ὄρτυξ]] λεπτοτράχηλός ἐστι», <b>Αθήν.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοτράχηλος Medium diacritics: λεπτοτράχηλος Low diacritics: λεπτοτράχηλος Capitals: ΛΕΠΤΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: leptotráchēlos Transliteration B: leptotrachēlos Transliteration C: leptotrachilos Beta Code: leptotra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A thin- or fine-necked, Arist.Phgn.809b6 (Comp.), Alex.Mynd. ap. Ath.9.392c.

German (Pape)

[Seite 31] dünnhälsig; im compar., Arist. physiogn. 5; Alex. Mynd. Ath. IX, 592 c.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοτράχηλος: [ᾰ], -ον, ἔχων λεπτὸν ἢ ὡραῖον τράχηλον, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 392C.

Greek Monolingual

-η -ο (Α λεπτοτράχηλος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό τράχηλο («ὁ θῆλυς ὄρτυξ λεπτοτράχηλός ἐστι», Αθήν.).