λωμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(Bailly1_3)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petite bordure;<br /><b>2</b> casaque militaire.<br />'''Étymologie:''' [[λῶμα]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petite bordure;<br /><b>2</b> casaque militaire.<br />'''Étymologie:''' [[λῶμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λωμάτιον]], τὸ (Α) [[λώμα]]<br />(υποκορ. του [[λώμα]]) [[λεπτό]] [[σειρήτι]], λεπτή [[γαρνιτούρα]] της άκρης του φορέματος.
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite bordure;
2 casaque militaire.
Étymologie: λῶμα.

Greek Monolingual

λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα
(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.