κρυπτικός: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(6_10)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἀπόκρυψιν, Ἀλέξ. Ἀφρ. ἐν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 6. ― Ἐπιρρ., κρυπτικῶς πυνθάνεσθαι Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 7, πρβλ. [[κρύπτω]] Ι. 5.
|lstext='''κρυπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἀπόκρυψιν, Ἀλέξ. Ἀφρ. ἐν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 6. ― Ἐπιρρ., κρυπτικῶς πυνθάνεσθαι Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 7, πρβλ. [[κρύπτω]] Ι. 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κρυπτικός]] -ή, -όν) [[κρυπτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική [[αμυγδαλίτιδα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>βιολ.</b> «[[κρυπτικός]] [[χρωματισμός]]» — [[χρωματισμός]] που χρησιμεύει σε διάφορα ζώα για την απόκρυψή τους ή για την [[παραπλάνηση]] τών εχθρών τους<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο ον) <i>οι Κρυπτικοί</i><br />λουθηρανική [[αίρεση]] [[κατά]] τον 17ο αιώνα<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρυπτήριος]]. Επιρρ. <i>κρυπτικώς</i> (Α)<br />με κρυπτικό τρόπο.
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτικός Medium diacritics: κρυπτικός Low diacritics: κρυπτικός Capitals: ΚΡΥΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kryptikós Transliteration B: kryptikos Transliteration C: kryptikos Beta Code: kruptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A obscuring, Alex.Aphr.in Top. 528.12, 530.1. Adv. -κῶς, πυνθάνεσθαι Arist.Top.156a14; εἰπεῖν Alex.Aphr.in SE100.10.

German (Pape)

[Seite 1515] zum Verbergen, Verstecken geschickt, geeignet, Sp., auch adv., κρυπτικῶς πυνθάνεσθαι, hinterlistig, Arist. topic. 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρυψιν, Ἀλέξ. Ἀφρ. ἐν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 6. ― Ἐπιρρ., κρυπτικῶς πυνθάνεσθαι Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 7, πρβλ. κρύπτω Ι. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κρυπτικός -ή, -όν) κρυπτός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών
2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική αμυγδαλίτιδα»)
3. φρ. βιολ. «κρυπτικός χρωματισμός» — χρωματισμός που χρησιμεύει σε διάφορα ζώα για την απόκρυψή τους ή για την παραπλάνηση τών εχθρών τους
4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο ον) οι Κρυπτικοί
λουθηρανική αίρεση κατά τον 17ο αιώνα
αρχ.
κρυπτήριος. Επιρρ. κρυπτικώς (Α)
με κρυπτικό τρόπο.