μέσσορος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(6_14) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέσσορος''': ὁ, ἀντὶ μέσορος, [[λίθος]] [[ὁρίζων]] τὸ [[ὅριον]] μεταξὺ δύο κτημάτων, σύνορον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 63, κ. ἀλλ. | |lstext='''μέσσορος''': ὁ, ἀντὶ μέσορος, [[λίθος]] [[ὁρίζων]] τὸ [[ὅριον]] μεταξὺ δύο κτημάτων, σύνορον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 63, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μέσσορος]] και [[μέσορος]], ὁ (Α)<br />[[λίθος]] ο [[οποίος]] ορίζει το όριο [[μεταξύ]] δύο κτημάτων, το [[σύνορο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- (για τα δύο -<i>σσ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[μέσος]]) <span style="color: red;">+</span> [[ὅρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όμ</i>-<i>ορος</i>, <i>σύν</i>-<i>ορος</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, for Μέσορος,
A boundary-stone, Tab.Heracl.1.63, al.
Greek (Liddell-Scott)
μέσσορος: ὁ, ἀντὶ μέσορος, λίθος ὁρίζων τὸ ὅριον μεταξὺ δύο κτημάτων, σύνορον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 63, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
μέσσορος και μέσορος, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος ορίζει το όριο μεταξύ δύο κτημάτων, το σύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- (για τα δύο -σσ- βλ. λ. μέσος) + ὅρος (πρβλ. όμ-ορος, σύν-ορος).