Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλόβωλος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόβωλος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας βώλους, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 155.
|lstext='''μεγᾰλόβωλος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας βώλους, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 155.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόβωλος]], -ον (Α)<br />(για [[χώμα]]) αυτός που έχει μεγάλους βώλους, [[εύφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βῶλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>βωλος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>βωλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόβωλος Medium diacritics: μεγαλόβωλος Low diacritics: μεγαλόβωλος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΒΩΛΟΣ
Transliteration A: megalóbōlos Transliteration B: megalobōlos Transliteration C: megalovolos Beta Code: megalo/bwlos

English (LSJ)

ον,

   A with large clods, Sch.D Il.1.155.

German (Pape)

[Seite 105] großschollig, Schol. Il. 1, 155.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόβωλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας βώλους, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 155.

Greek Monolingual

μεγαλόβωλος, -ον (Α)
(για χώμα) αυτός που έχει μεγάλους βώλους, εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -βῶλος (πρβλ. καλλί-βωλος, χρυσό-βωλος)].