μετάθετος: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετάθετος''': -ον, μεταβαλλόμενος, [[εὐμετάβολος]], [[τύχη]] Πολύβ. 15. 6, 8. | |lstext='''μετάθετος''': -ον, μεταβαλλόμενος, [[εὐμετάβολος]], [[τύχη]] Πολύβ. 15. 6, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετάθετος]], -ον (Α) [[μετατίθημι]]<br />αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, [[ευμετάβολος]] («[[μεταθετός]] ἐστιν ἡ [[τύχη]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετα</i> <span style="color: red;">+</span> [[θετός]], με αναβιβασμό του τόνου λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A changed: changeable, τύχη Plb.15.6.8 (sed leg. εὐμεταθ-).
German (Pape)
[Seite 146] umgestellt, versetzt, verändert, Sp.; – veränderlich, ἡ τύχη, Pol. 15, 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
μετάθετος: -ον, μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, τύχη Πολύβ. 15. 6, 8.
Greek Monolingual
μετάθετος, -ον (Α) μετατίθημι
αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ευμετάβολος («μεταθετός ἐστιν ἡ τύχη», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετα + θετός, με αναβιβασμό του τόνου λόγω συνθέσεως].