μανιόκηπος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰνιόκηπος''': -ον, ([[κῆπος]] ΙΙΙ) ἐπὶ γυναικῶν, [[ἀκόλαστος]], ἀσελγὴς [[μέχρι]] παραφροσύνης, [[ἀνδρομανής]], Ἀνδρ. 153. | |lstext='''μᾰνιόκηπος''': -ον, ([[κῆπος]] ΙΙΙ) ἐπὶ γυναικῶν, [[ἀκόλαστος]], ἀσελγὴς [[μέχρι]] παραφροσύνης, [[ἀνδρομανής]], Ἀνδρ. 153. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μανιόκηπος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που πάσχει από [[νυμφομανία]], [[ανδρομανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μανία]] <span style="color: red;">+</span> [[κῆπος]] «γυναικείο [[εφήβαιο]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κῆπος III) of women,
A madly lustful, Anacr.158, Com.Adesp.1366.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰνιόκηπος: -ον, (κῆπος ΙΙΙ) ἐπὶ γυναικῶν, ἀκόλαστος, ἀσελγὴς μέχρι παραφροσύνης, ἀνδρομανής, Ἀνδρ. 153.
Greek Monolingual
μανιόκηπος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που πάσχει από νυμφομανία, ανδρομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κῆπος «γυναικείο εφήβαιο»].