μανιοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(6_18)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰνιοποιός''': -όν, ὁ προξενῶν μανίαν, Πολύαιν. 8. 43, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 132· - [[ἐντεῦθεν]], μανιοποιέω ἐν Vol. Hercul. Ox. 1. σ. 67.
|lstext='''μᾰνιοποιός''': -όν, ὁ προξενῶν μανίαν, Πολύαιν. 8. 43, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 132· - [[ἐντεῦθεν]], μανιοποιέω ἐν Vol. Hercul. Ox. 1. σ. 67.
}}
{{grml
|mltxt=[[μανιοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που καθιστά κάποιον μανιώδη, αυτός που προκαλεί [[μανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μανία]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιοποιός Medium diacritics: μανιοποιός Low diacritics: μανιοποιός Capitals: ΜΑΝΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: maniopoiós Transliteration B: maniopoios Transliteration C: maniopoios Beta Code: maniopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A maddening, Polyaen.8.43, Sch.Il.6.132.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιοποιός: -όν, ὁ προξενῶν μανίαν, Πολύαιν. 8. 43, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 132· - ἐντεῦθεν, μανιοποιέω ἐν Vol. Hercul. Ox. 1. σ. 67.

Greek Monolingual

μανιοποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον μανιώδη, αυτός που προκαλεί μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + -ποιός].