ἄκηπος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_2) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[que no puede llamarse jardín]] κῆποι Gr.Naz.<i>Ep</i>.5.5. | |dgtxt=-ον [[que no puede llamarse jardín]] κῆποι Gr.Naz.<i>Ep</i>.5.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκηπος]], -ον) [[κῆπος]]<br />αυτός που δεν έχει κήπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κῆπος]] [[ἄκηπος]]», [[κήπος]] που δεν αποδίδει καρπούς (<b>[[πρβλ]].</b> «[[δώρο]] άδωρο»). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 72] κῆπος, ein Garten, der kein Garten zu nennen ist, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκηπος: -ον, ἄνευ κήπου· κῆπος ἄκηπος, Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
-ον que no puede llamarse jardín κῆποι Gr.Naz.Ep.5.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκηπος, -ον) κῆπος
αυτός που δεν έχει κήπο
αρχ.
φρ. «κῆπος ἄκηπος», κήπος που δεν αποδίδει καρπούς (πρβλ. «δώρο άδωρο»).