ἀκρωτηρίασμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_21)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρωτηρίασμα''': τό, [[πήρωσις]], κολόβωσις, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[τομία]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 478.
|lstext='''ἀκρωτηρίασμα''': τό, [[πήρωσις]], κολόβωσις, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[τομία]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 478.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκρωτηρίασμα]], το (Μ) [[ἀκρωτηριάζω]]<br />[[ακρωτηριασμός]], [[κουτσούρεμα]].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωτηρίασμα Medium diacritics: ἀκρωτηρίασμα Low diacritics: ακρωτηρίασμα Capitals: ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΑ
Transliteration A: akrōtēríasma Transliteration B: akrōtēriasma Transliteration C: akrotiriasma Beta Code: a)krwthri/asma

English (LSJ)

τό,

   A mutilation, Hsch. s.v. τομία, Sch.A.R.4.477.

German (Pape)

[Seite 86] τό, die äußersten Gliedmaßen, Sp., wie Schol. Ap. Rh. 4, 478.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωτηρίασμα: τό, πήρωσις, κολόβωσις, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τομία, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 478.

Greek Monolingual

ἀκρωτηρίασμα, το (Μ) ἀκρωτηριάζω
ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα.