ἄλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indecible]], [[indescriptible]] συμπαθείη Hp.<i>Ep</i>.13, ἄλεκτον ἦν τὸ συμβαῖνον Plb.30.22.12, σπουδὴ ἄ. ὑπὲρ τῆς νίκης Luc.<i>Anach</i>.12.<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἄλεκτα παθεῖν Pherecr.168.<br /><b class="num">2</b> [[indivisible]] Hsch.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[indescriptiblemente]] Didym.M.39.520D. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indecible]], [[indescriptible]] συμπαθείη Hp.<i>Ep</i>.13, ἄλεκτον ἦν τὸ συμβαῖνον Plb.30.22.12, σπουδὴ ἄ. ὑπὲρ τῆς νίκης Luc.<i>Anach</i>.12.<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἄλεκτα παθεῖν Pherecr.168.<br /><b class="num">2</b> [[indivisible]] Hsch.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[indescriptiblemente]] Didym.M.39.520D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και άλεχτος, -η, -ο (Α [[ἄλεκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν λέχθηκε, δεν ειπώθηκε [[ακόμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>λεκτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be told, indescribable, Hp.Ep.13, Pherecr.157, Plb.30.22.12, App.Hann.40.
German (Pape)
[Seite 92] unaussprechlich, Pherecrat. B. A. 330; Pol. 30, 13, 12 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλεκτος: -ον, ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτος, ἄρρητος, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20, Πολύβ. 30, 13.12, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indecible, indescriptible συμπαθείη Hp.Ep.13, ἄλεκτον ἦν τὸ συμβαῖνον Plb.30.22.12, σπουδὴ ἄ. ὑπὲρ τῆς νίκης Luc.Anach.12.
•neutr. como adv. ἄλεκτα παθεῖν Pherecr.168.
2 indivisible Hsch.
II adv. -ως indescriptiblemente Didym.M.39.520D.
Greek Monolingual
και άλεχτος, -η, -ο (Α ἄλεκτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, ανείπωτος, απερίγραπτος
νεοελλ.
αυτός που δεν λέχθηκε, δεν ειπώθηκε ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λεκτὸς < λέγω.