ἁλίευμα: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(big3_3)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[pesca]] Str.11.2.4.
|dgtxt=-ματος, τό [[pesca]] Str.11.2.4.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἁλίευμα]]) [[ἁλιεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[προϊόν]] της αλιείας<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαν<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αλιεία]], το [[ψάρεμα]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίευμα Medium diacritics: ἁλίευμα Low diacritics: αλίευμα Capitals: ΑΛΙΕΥΜΑ
Transliteration A: halíeuma Transliteration B: halieuma Transliteration C: alievma Beta Code: a(li/euma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A draught of fish, Str.11.2.4.

German (Pape)

[Seite 96] τό, Fischfang, Strabo. XI p. 493.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίευμα: -ατος, τὸ, (ἁλιεύω) ἄγρα ἰχθύων, Στράβ. 493.

Spanish (DGE)

-ματος, τό pesca Str.11.2.4.

Greek Monolingual

το (Α ἁλίευμα) ἁλιεύω
νεοελλ.
1. το προϊόν της αλιείας
2. το σύνολο τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαν
αρχ.
η αλιεία, το ψάρεμα.