ἀλίκμητος: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(big3_3)
(2)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no cernido]] Aq., Sm., Thd.<i>Is</i>.30.24.
|dgtxt=-ον [[no cernido]] Aq., Sm., Thd.<i>Is</i>.30.24.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἀλίκμητος]], -ον)<br />αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο [[αλίχνιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>λικμῶ</i>) (-<i>άω</i>) «[[λιχνίζω]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[ἁλίκμητος]], -ον (Α)<br />ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κμητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]] «κουράζομαι»].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίκμητος Medium diacritics: ἀλίκμητος Low diacritics: αλίκμητος Capitals: ΑΛΙΚΜΗΤΟΣ
Transliteration A: alíkmētos Transliteration B: alikmētos Transliteration C: alikmitos Beta Code: a)li/kmhtos

English (LSJ)

ον,

   A not winnowed, ἄχυρα Aq. Sm. Thd.Is.30.24.

Spanish (DGE)

-ον no cernido Aq., Sm., Thd.Is.30.24.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α ἀλίκμητος, -ον)
αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λικμῶ) (-άω) «λιχνίζω»].———————— (II)
ἁλίκμητος, -ον (Α)
ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -κμητὸς < κάμνω «κουράζομαι»].