ἀμέτοχος: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no participa de]] c. gen. ([[ἄτομος]]) ἀ. κενοῦ Epicur.<i>Fr</i>.[153], θεοὶ πάντων ἀγαθῶν ... ἀ. Epicur.<i>Fr</i>.364U., πάσης ... κακίας Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.90, μεταβολῆς <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.4705.11 (Eleusis I a.C.), γεώδους οὐσίας ἀ. ([[ἄνθρωπος]]) Ph.1.49, ἄμμου ἢ ψαφαρίας Dsc.1.97, ἁλυκότητος Dsc.5.87, τῆς τούτου δυνάμεως S.E.<i>M</i>.7.93, πάσης φωνῆς Hierocl.p.33, ψυχῆς Hierocl.p.53, εὐδαιμονίας Max.Tyr.37.8, ὕλης Plot.3.5.2, τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ λευκοῦ Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.644.12, ἑνός Procl.<i>in Prm</i>.725.30, τῆς ζωῆς de la vida de la gracia que proporciona el bautismo, Ammon.<i>Ac</i>.M.85A.561B<br /><b class="num">•</b>abs., Phld.<i>Ir</i>.63.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin complicidad]] Eust.1946.32. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no participa de]] c. gen. ([[ἄτομος]]) ἀ. κενοῦ Epicur.<i>Fr</i>.[153], θεοὶ πάντων ἀγαθῶν ... ἀ. Epicur.<i>Fr</i>.364U., πάσης ... κακίας Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.90, μεταβολῆς <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.4705.11 (Eleusis I a.C.), γεώδους οὐσίας ἀ. ([[ἄνθρωπος]]) Ph.1.49, ἄμμου ἢ ψαφαρίας Dsc.1.97, ἁλυκότητος Dsc.5.87, τῆς τούτου δυνάμεως S.E.<i>M</i>.7.93, πάσης φωνῆς Hierocl.p.33, ψυχῆς Hierocl.p.53, εὐδαιμονίας Max.Tyr.37.8, ὕλης Plot.3.5.2, τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ λευκοῦ Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.644.12, ἑνός Procl.<i>in Prm</i>.725.30, τῆς ζωῆς de la vida de la gracia que proporciona el bautismo, Ammon.<i>Ac</i>.M.85A.561B<br /><b class="num">•</b>abs., Phld.<i>Ir</i>.63.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin complicidad]] Eust.1946.32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέτοχος]], -ον) [[μετέχω]]<br />αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[ξένος]], [[άσχετος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having no share of, free from, ἐγκλημάτων interp. in Th.1.39; ἀγαθῶν Epicur.Fr.364; ἀρετῆς, κακίας Stoic.3.90, cf. S.E.M.7.93; Αἰὼν μεταβολῆς ἀ. SIG1125.11 (Eleusis), cf. Ph.1.17, Hierocl.p.33.7A., Alex. Aphr.in Metaph.644.12, Dsc.5.87; ἀ. ὕλης οὐσία Plot.3.5.2; πολλὰ ἑνὸς ἀ. Procl. in Prm.p.559S.; without gen., Phld.Ir.p.63W.
German (Pape)
[Seite 123] nicht Theil habend, Thuc. 1, 39 ἐγκλημάτων; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέτοχος: -ον, ὁ μὴ λαμβάνων ἢ ὁ μὴ ἔχων μέρος ἔν τινι, ἐγκλημάτων Θουκ. 1. 39 (ἂν καὶ αἱ λέξεις εἶναι πιθανῶς νόθοι, ἀλλὰ πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 93).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne participe pas à, gén..
Étymologie: ἀ, μετέχω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no participa de c. gen. (ἄτομος) ἀ. κενοῦ Epicur.Fr.[153], θεοὶ πάντων ἀγαθῶν ... ἀ. Epicur.Fr.364U., πάσης ... κακίας Chrysipp.Stoic.3.90, μεταβολῆς IG 22.4705.11 (Eleusis I a.C.), γεώδους οὐσίας ἀ. (ἄνθρωπος) Ph.1.49, ἄμμου ἢ ψαφαρίας Dsc.1.97, ἁλυκότητος Dsc.5.87, τῆς τούτου δυνάμεως S.E.M.7.93, πάσης φωνῆς Hierocl.p.33, ψυχῆς Hierocl.p.53, εὐδαιμονίας Max.Tyr.37.8, ὕλης Plot.3.5.2, τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ λευκοῦ Alex.Aphr.in Metaph.644.12, ἑνός Procl.in Prm.725.30, τῆς ζωῆς de la vida de la gracia que proporciona el bautismo, Ammon.Ac.M.85A.561B
•abs., Phld.Ir.63.
2 adv. -ως sin complicidad Eust.1946.32.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμέτοχος, -ον) μετέχω
αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε κάτι, ξένος, άσχετος.