ἀμείρω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
(big3_3)
(3)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[privar]] c. gen. τιμᾶς Pi.<i>P</i>.6.27<br /><b class="num">•</b>abs. Gal.19.77, Hsch.s.u. ἀμείρεσθαι, ἀμείροντες; v. tb. [[ἀμέρδω]].
|dgtxt=[[privar]] c. gen. τιμᾶς Pi.<i>P</i>.6.27<br /><b class="num">•</b>abs. Gal.19.77, Hsch.s.u. ἀμείρεσθαι, ἀμείροντες; v. tb. [[ἀμέρδω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμείρω]] (Α)<br />[[στερώ]], [[αφαιρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. [[ἀμέρδω]], και προήλθε από τον αόρ. <i>άμερσα</i> αναλογικά [[προς]] το [[σχήμα]] [[κείρω]] (<i>ἔκερσα</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείρω Medium diacritics: ἀμείρω Low diacritics: αμείρω Capitals: ΑΜΕΙΡΩ
Transliteration A: ameírō Transliteration B: ameirō Transliteration C: ameiro Beta Code: a)mei/rw

English (LSJ)

   A = ἀμέρδω, bereave, c. gen. rei, Pi.P.6.26.

German (Pape)

[Seite 121] untheilhaftig machen, berauben, Pind. P. 6, 27 βίον τιμᾶς. Vgl. ἀμέρδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείρω: ἀμέρδω, ἀποστερῶ, ἀφαιρῶ, μ. γεν. πράγμ. Πινδ. Π. 6. 27.

French (Bailly abrégé)

exclure de la participation.
Étymologie: ἀ, μείρομαι.

English (Slater)

ᾰμείρω
   1 rob c. acc. & gen. ταύτας δὲ μήποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (P. 6.27)

Spanish (DGE)

privar c. gen. τιμᾶς Pi.P.6.27
abs. Gal.19.77, Hsch.s.u. ἀμείρεσθαι, ἀμείροντες; v. tb. ἀμέρδω.

Greek Monolingual

ἀμείρω (Α)
στερώ, αφαιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἀμέρδω, και προήλθε από τον αόρ. άμερσα αναλογικά προς το σχήμα κείρω (ἔκερσα)].