ἅμιππος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
(Bailly1_1)
(3)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> rapide comme un coursier;<br /><b>2</b> [[οἱ]] ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἵππος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> rapide comme un coursier;<br /><b>2</b> [[οἱ]] ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἵππος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἅμιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που [[είναι]] δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἅμιπποι</i><br />πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν [[ανάμεσα]] στους ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> «συγχρόνως [[μαζί]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅμιππος Medium diacritics: ἅμιππος Low diacritics: άμιππος Capitals: ΑΜΙΠΠΟΣ
Transliteration A: hámippos Transliteration B: hamippos Transliteration C: amippos Beta Code: a(/mippos

English (LSJ)

ον,

   A keeping up with horses, i.e. fleet as horse, S.Ant. 985 (lyr.).    II ἅμιπποι, οἱ, infantry mixed with cavalry, Th.5.57, X.HG7.5.23 (cj.), Arist.Ath.49.1, cf. Aristarch.ad Hdt.1.215 in PAmh.2.12.    2 pair of horses ridden by a postillion, Suid.

German (Pape)

[Seite 125] 1) roßschnell, Βορεάς Soph. Ant. 972. – 2) Bei Thuc. 5, 57 u. Xen. Hell. 7, 5, 23 Fußsoldaten, die zwischen die Reiter gestellt werden (ἅμα τοῖς ἱππεῦσι τεταγμένοι, Harpocr., der auch eine andere Art ἅμιπποι erwähnt, die zwei Pferde hatten, deren sie sich abwechselnd bedienten; vgl. B. A. 205).

Greek (Liddell-Scott)

ἅμιππος: -ον, ὁ ἅμα τῷ ἵππῳ πορευόμενος, ὁ ταχὺς ὡς ἵππος, Σοφ. Ἀντ. 985. ΙΙ. ἅμιπποι, οἱ, = πεζοὶ ἀναμεμιγμένοι μετὰ τοῦ ἱππικοῦ, Θουκ. 5. 57, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 rapide comme un coursier;
2 οἱ ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.
Étymologie: ἅμα, ἵππος.

Greek Monolingual

ἅμιππος, -ον (Α)
1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι
πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος.