ἀμυησία: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[no iniciación]], <i>AB</i> 406, Hsch.s.u. ἀνοργίας.
|dgtxt=-ας, ἡ [[no iniciación]], <i>AB</i> 406, Hsch.s.u. ἀνοργίας.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀμυησία]]) [[ἀμύητος]]<br />[[έλλειψη]] μυήσεως, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[αμύητος]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυησία Medium diacritics: ἀμυησία Low diacritics: αμυησία Capitals: ΑΜΥΗΣΙΑ
Transliteration A: amyēsía Transliteration B: amyēsia Transliteration C: amyisia Beta Code: a)muhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a being uninitiated, AB406, Hsch.s.v. ἀνοργίας.

German (Pape)

[Seite 130] ἡ, das Nichteingeweihtsein, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυησία: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ ἀμύητος, τὸ μὴ εἶναί τινα μεμυημένον, Α. Β. 406, 12, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀνοργίας.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ no iniciación, AB 406, Hsch.s.u. ἀνοργίας.

Greek Monolingual

η (Α ἀμυησία) ἀμύητος
έλλειψη μυήσεως, το να είναι κανείς αμύητος.