ἀνακριτικός: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue

Source
(big3_4)
(3)
 
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />gram. [[interrogativo]], [[modo interrogativo]] οἱ γὰρ Στωικοὶ ταῖς πέντε ἐγκλίσεσι καὶ ἄλλας δύο προστιθέασι τήν τε ἀνακριτικὴν ... ἀνακριτικὴν μὲν τὴν ἐρωματικήν <i>An.Ox</i>.1.104.
|dgtxt=-ή, -όν<br />gram. [[interrogativo]], [[modo interrogativo]] οἱ γὰρ Στωικοὶ ταῖς πέντε ἐγκλίσεσι καὶ ἄλλας δύο προστιθέασι τήν τε ἀνακριτικὴν ... ἀνακριτικὴν μὲν τὴν ἐρωματικήν <i>An.Ox</i>.1.104.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[ανακριτής]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[ανάκριση]] ή ο [[αρμόδιος]] για τη [[διεξαγωγή]] της.
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 193] zur Untersuchung gehörig.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
gram. interrogativo, modo interrogativo οἱ γὰρ Στωικοὶ ταῖς πέντε ἐγκλίσεσι καὶ ἄλλας δύο προστιθέασι τήν τε ἀνακριτικὴν ... ἀνακριτικὴν μὲν τὴν ἐρωματικήν An.Ox.1.104.

Greek Monolingual

-ή, -ό ανακριτής
ο σχετικός με την ανάκριση ή ο αρμόδιος για τη διεξαγωγή της.