ἀνακριτικός

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

German (Pape)

[Seite 193] zur Untersuchung gehörig.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
gram. interrogativo, modo interrogativo οἱ γὰρ Στωικοὶ ταῖς πέντε ἐγκλίσεσι καὶ ἄλλας δύο προστιθέασι τήν τε ἀνακριτικὴν ... ἀνακριτικὴν μὲν τὴν ἐρωματικήν An.Ox.1.104.

Greek Monolingual

-ή, -ό ανακριτής
ο σχετικός με την ανάκριση ή ο αρμόδιος για τη διεξαγωγή της.