ἀναμάξευτος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[intransitable para carros]] πεδιάς Hdt.2.108. | |dgtxt=-ον [[intransitable para carros]] πεδιάς Hdt.2.108. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναμάξευτος]], -ον (Α) [[ἁμαξεύω]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο [[αδιάβατος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A impassable for wagons, Hdt.2.108.
German (Pape)
[Seite 197] γῆ, nicht mit Frachtwagen zu befahren, Her. 2, 108.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμάξευτος: -ον, τόπος ἀδιάβατος εἰς ἁμάξας, ὃν δὲν δύνανται νὰ διέλθωσιν ἅμαξαι, Ἡρόδ. 2. 108.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impraticable aux voitures.
Étymologie: ἀ, ἁμαξεύω.
Spanish (DGE)
-ον intransitable para carros πεδιάς Hdt.2.108.
Greek Monolingual
ἀναμάξευτος, -ον (Α) ἁμαξεύω
(για τόπο) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο αδιάβατος.