ἀναπόμπιμος: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[devuelto]] πάλιν ἐς τὸν βίον Luc.<i>Luct</i>.10, de dinero, D.C.62.2.1, de esclavos τοῖς κυρίοις D.S.14.96.<br /><b class="num">2</b> de juicios [[remitido]], [[elevado]] a una instancia superior, Luc.<i>Eun</i>.12, D.C.52.33.1. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[devuelto]] πάλιν ἐς τὸν βίον Luc.<i>Luct</i>.10, de dinero, D.C.62.2.1, de esclavos τοῖς κυρίοις D.S.14.96.<br /><b class="num">2</b> de juicios [[remitido]], [[elevado]] a una instancia superior, Luc.<i>Eun</i>.12, D.C.52.33.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναπόμπιμος]], -ον. (ΑΜ) [[ἀναπέμπω]]<br />αυτός που στέλνεται [[πίσω]] (στην [[πατρίδα]] του ή [[προς]] τα [[πάνω]])<br /><b>αρχ.</b><br />(για δίκες) αυτός που παραπέμπεται σε ανώτερο δικαστήριο. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A sent back, Luc.Luct. 10, D.C.62.2; of slaves, τοῖς κυρίοις -ους ποιεῖν D.S.14.96. 2 of trials, referred to a higher court, Luc.Eun.12, D.C.52.33, etc.
German (Pape)
[Seite 203] zurückgeschickt, aus der Unterwelt, Luc. Luct. 10; ἀναπ. ἐκπέμψαι τὴν δίκην, an eine höhere Instanz schicken, Luc. Eunuch. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόμπιμος: -ον, ὁ ἄνω ἢ ὀπίσω ἢ οἴκαδε πεμπόμενος, ἀναπόμπιμοι πάλιν εἰς τὸν βίον ἀφικνοῦνται Λουκ. π. Πένθ. 10, Δίων Κ. 62. 2. 2) ἐπὶ δίκης, ὁ ἐφεσιβαλλόμενος, ἀναπεμπόμενος εἰς ἕτερον δικαστήριον, ἔγνωσαν ἀναπόμπιμον εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐκπέμψαι τὴν δίκην Λουκ. Εὐνοῦχ. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 renvoyé;
2 déféré à une nouvelle juridiction (jugement).
Étymologie: ἀναπέμπω.
Spanish (DGE)
-ον
1 devuelto πάλιν ἐς τὸν βίον Luc.Luct.10, de dinero, D.C.62.2.1, de esclavos τοῖς κυρίοις D.S.14.96.
2 de juicios remitido, elevado a una instancia superior, Luc.Eun.12, D.C.52.33.1.
Greek Monolingual
ἀναπόμπιμος, -ον. (ΑΜ) ἀναπέμπω
αυτός που στέλνεται πίσω (στην πατρίδα του ή προς τα πάνω)
αρχ.
(για δίκες) αυτός που παραπέμπεται σε ανώτερο δικαστήριο.