ἀναστέφω: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> c. ac. y a veces dat. instrum. [[coronar]] σὸν κρᾶτ' E.<i>Fr</i>.241, τοὺς ... ἡγεμόνας Polyaen.5.12.1, τρίαιναν ὀρθὴν ... στεφάνοισι E.<i>Fr</i>.13.48M., (μιν) ... στόρνῃσιν Call.<i>Fr</i>.260.15, σελίνων, οἷς ἀναστέφουσι ... τοὺς νικῶντας Timae.118, cf. B.13.59.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[coronarse]], [[ceñirse]] κάρα ... φύλλοις E.<i>Hipp</i>.806, δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται se corona de ramas de laurel</i>, <i>Epigr.Gr</i>.786, ἀκάνθῃ Clem.Al.<i>Paed</i>.2.8.75, c. gen. τῶν σελίνων ἀνεστέψατο Polyaen.5.12.1. | |dgtxt=<b class="num">1</b> c. ac. y a veces dat. instrum. [[coronar]] σὸν κρᾶτ' E.<i>Fr</i>.241, τοὺς ... ἡγεμόνας Polyaen.5.12.1, τρίαιναν ὀρθὴν ... στεφάνοισι E.<i>Fr</i>.13.48M., (μιν) ... στόρνῃσιν Call.<i>Fr</i>.260.15, σελίνων, οἷς ἀναστέφουσι ... τοὺς νικῶντας Timae.118, cf. B.13.59.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[coronarse]], [[ceñirse]] κάρα ... φύλλοις E.<i>Hipp</i>.806, δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται se corona de ramas de laurel</i>, <i>Epigr.Gr</i>.786, ἀκάνθῃ Clem.Al.<i>Paed</i>.2.8.75, c. gen. τῶν σελίνων ἀνεστέψατο Polyaen.5.12.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναστέφω]] (Α) [[στέφω]]<br />[[βάζω]] [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] κάποιου, [[στεφανώνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
A crown, wreath, τὸν σὸν κρᾶτα E.Fr.243; ἀ. στεφάνοισι ib.362.48; στόρνῃσιν Call.Hec.1.1.15:—Pass., ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις I have my head wreathed with leaves, E.Hipp.806; but also δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται Epigr.Gr.786.
German (Pape)
[Seite 209] dasselbe, Plut. Thes. 22; pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις Eur. Hipp. 806.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστέφω: μέλλ. -ψω: ‒ στέφω, στεφανώνω: τὸν σὸν κρᾶτα Εὐρ. Ἀποσπ. 243· ἀν. στεφάνοισι αὐτόθι 362. 48: ‒ Παθ., ἀνέστεμμαι κάρα... φύλλοις, ἔχω τὴν κεφαλήν μου ἐστεμμένην διὰ φύλλων, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 806. ΙΙ. δάφνας κλῶνας ἀναστέφεσθαι, περιτίθεσθαι στέφανον ἐκ κλωνῶν δάφνης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 786.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. ἀνέστεμμαι;
couronner ; Pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις EUR j’ai la tête couronnée de feuilles.
Étymologie: ἀνά, στέφω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. y a veces dat. instrum. coronar σὸν κρᾶτ' E.Fr.241, τοὺς ... ἡγεμόνας Polyaen.5.12.1, τρίαιναν ὀρθὴν ... στεφάνοισι E.Fr.13.48M., (μιν) ... στόρνῃσιν Call.Fr.260.15, σελίνων, οἷς ἀναστέφουσι ... τοὺς νικῶντας Timae.118, cf. B.13.59.
2 en v. med. coronarse, ceñirse κάρα ... φύλλοις E.Hipp.806, δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται se corona de ramas de laurel, Epigr.Gr.786, ἀκάνθῃ Clem.Al.Paed.2.8.75, c. gen. τῶν σελίνων ἀνεστέψατο Polyaen.5.12.1.
Greek Monolingual
ἀναστέφω (Α) στέφω
βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου, στεφανώνω.