ἀνθυπατικός: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[proconsular]] τήν τε ἀνθυπατικὴν ἐξουσίαν αὐτῷ ἔδωκαν D.C.58.7.4.<br /><b class="num">2</b> ἀ. [[δεκαδαρχία]] tribuni militum consulari potestate</i>, colegio de diez tribunos militares con prerrogativas de cónsul</i> Plu.2.277f.<br /><b class="num">3</b> neutr. subst. τὸ ἀνθυπατικόν [[el archivo proconsular]], <i>TAM</i> 3.1.657. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[proconsular]] τήν τε ἀνθυπατικὴν ἐξουσίαν αὐτῷ ἔδωκαν D.C.58.7.4.<br /><b class="num">2</b> ἀ. [[δεκαδαρχία]] tribuni militum consulari potestate</i>, colegio de diez tribunos militares con prerrogativas de cónsul</i> Plu.2.277f.<br /><b class="num">3</b> neutr. subst. τὸ ἀνθυπατικόν [[el archivo proconsular]], <i>TAM</i> 3.1.657. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνθυπατικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ανθύπατο<br /><b>2.</b> «ανθυπατική [[δεκαδαρχία]]» ([[Πλούταρχος]])<br />το [[σώμα]] των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A proconsular, ἐξουσία D.C.58.7. 2 ἀ. δεκαδαρχία the body of military tribunes which took the place of the consulate, Plu.2.277f.
German (Pape)
[Seite 235] proconsularisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπατικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀνθυπάτου, ἀνθυπατικῆς ἐξουσίας Δίων Κ. 58. 7· παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ἀνθυπατιανός, ή, όν. 2) ἀνθυπατικὴ δεκαδαρχία, τὸ σωματεῖον τῶν χιλιάρχων (tribuni militares), οἵτινες εἶχον ὑπατικὴν ἐξουσίαν, Πλούτ. 2. 277Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
proconsulaire.
Étymologie: ἀνθύπατος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 proconsular τήν τε ἀνθυπατικὴν ἐξουσίαν αὐτῷ ἔδωκαν D.C.58.7.4.
2 ἀ. δεκαδαρχία tribuni militum consulari potestate, colegio de diez tribunos militares con prerrogativas de cónsul Plu.2.277f.
3 neutr. subst. τὸ ἀνθυπατικόν el archivo proconsular, TAM 3.1.657.
Greek Monolingual
ἀνθυπατικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ανθύπατο
2. «ανθυπατική δεκαδαρχία» (Πλούταρχος)
το σώμα των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.