Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντοχή: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[inserción]] προσάρτησίς ἐστιν ὑμένων μακροτέρων ἀντοχὴ πρὸς τὰ παρακείμενα σώματα Gal.19.440, cf. Orib.45.2.6.<br /><b class="num">2</b> [[ligazón]], [[unión]] ἑαυτῶν de anillos, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.2.67<br /><b class="num">•</b>fig. τῶν αἰτίων Procl.<i>in Ti</i>.1.75.10.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[inserción]] προσάρτησίς ἐστιν ὑμένων μακροτέρων ἀντοχὴ πρὸς τὰ παρακείμενα σώματα Gal.19.440, cf. Orib.45.2.6.<br /><b class="num">2</b> [[ligazón]], [[unión]] ἑαυτῶν de anillos, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.2.67<br /><b class="num">•</b>fig. τῶν αἰτίων Procl.<i>in Ti</i>.1.75.10.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀντοχή]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δυνατότητα]] αντίδρασης σε καταστρεπτική [[ενέργεια]]<br /><b>2.</b> [[δύναμη]] των ζωικών οργανισμών να υπομένουν [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για ανθρώπους) ψυχική [[δύναμη]], [[αντίσταση]] σε ψυχολογικές πιέσεις<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[ανθεκτικότητα]], [[δύναμη]] αντίστασης στη [[φθορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοχή]], [[συνεκτικότητα]], [[συνάφεια]]<br /><b>2.</b> [[αφοσίωση]], [[προσήλωση]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντοχή Medium diacritics: ἀντοχή Low diacritics: αντοχή Capitals: ΑΝΤΟΧΗ
Transliteration A: antochḗ Transliteration B: antochē Transliteration C: antochi Beta Code: a)ntoxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A adhesion, Orib.45.2.6, Gal.19.440.    II attachment, c. gen., ἑαυτῶν, of rings, Alex.Aphr.Pr.2.67: metaph., Procl.in Ti. 1.75 D.

German (Pape)

[Seite 265] (ἀντέχομαι), ἡ, das Gegen-, Anhalten; der Zusammenhang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοχή: ἡ, τὸ ἀντέχεσθαι, συνοχή, συνάφεια, τὰ δὲ ὁμιλεῖ ἑαυτοῖς κατ’ ἀντοχὴν καὶ περιπλοκὴν Ἀλέξ. Ἀφροδ. προβλ. 2, 67, σ. 75. 14.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 inserción προσάρτησίς ἐστιν ὑμένων μακροτέρων ἀντοχὴ πρὸς τὰ παρακείμενα σώματα Gal.19.440, cf. Orib.45.2.6.
2 ligazón, unión ἑαυτῶν de anillos, Alex.Aphr.Pr.2.67
fig. τῶν αἰτίων Procl.in Ti.1.75.10.

Greek Monolingual

η (Α ἀντοχή)
νεοελλ.
1. δυνατότητα αντίδρασης σε καταστρεπτική ενέργεια
2. δύναμη των ζωικών οργανισμών να υπομένουν κάτι
3. (για ανθρώπους) ψυχική δύναμη, αντίσταση σε ψυχολογικές πιέσεις
4. (για πράγματα) ανθεκτικότητα, δύναμη αντίστασης στη φθορά
αρχ.
1. συνοχή, συνεκτικότητα, συνάφεια
2. αφοσίωση, προσήλωση σε κάτι.