ἀνυστικός: Difference between revisions
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[efectivo]], [[práctico]] τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.<i>Phgn</i>.813<sup>a</sup>4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, [[εἶδος]] διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.<i>Rh</i>.p.182<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.<i>Imit</i>.6.5.p.211. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[efectivo]], [[práctico]] τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.<i>Phgn</i>.813<sup>a</sup>4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, [[εἶδος]] διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.<i>Rh</i>.p.182<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.<i>Imit</i>.6.5.p.211. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνυστικός]], -ή, -όν (Α) [[ανυστός]]<br />[[αποτελεσματικός]], [[συντελεστικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A effective, practical, Arist.Phgn.813a4; τὸ ἀ. D.H.Vett.Cens.5.2: Comp. -ώτερος Plb.8.5.3, cf. Archig. ap. Gal.8.154: Sup., [Longin.] Rh.p.182H.
German (Pape)
[Seite 267] zum Ziele führend, erfolgreich, Arist. phys siogn. 6, 44; Pol. 8, 5; auch Sp., καὶ χρήσιμος Dion. Hal. cens. vett. scriptt. 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυστικός: -ή, -όν, συντελεστικός, ἀποτελεσματικός, μεγάλως συντελῶν, ταχύς, ὁρμητικός, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. - Συγκρ. - ώτερος Πολύβ. 8. 5, 3· πρβλ. ἀνυτικός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
efectivo, práctico τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.Phgn.813a4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, εἶδος διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.Rh.p.182
•subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.Imit.6.5.p.211.
Greek Monolingual
ἀνυστικός, -ή, -όν (Α) ανυστός
αποτελεσματικός, συντελεστικός.