ἀπολαυστός: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(big3_6)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[agradable]], [[placentero]] ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν Epicur.<i>Ep</i>.[4] 124, τὸ ... ἐπιθυμεῖν τῆς κολάσεως καθάπερ ἀπολαυστοῦ τινος el desear el castigo como algo agradable</i> Phld.<i>Ir</i>.42.22, de la amistad <i>PRoss.Georg</i>.2.43.7 (II/III d.C.), πλοῦτος Plu.<i>Comp.Arist.Cat</i>.4, cf. Ph.1.572.
|dgtxt=-όν<br />[[agradable]], [[placentero]] ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν Epicur.<i>Ep</i>.[4] 124, τὸ ... ἐπιθυμεῖν τῆς κολάσεως καθάπερ ἀπολαυστοῦ τινος el desear el castigo como algo agradable</i> Phld.<i>Ir</i>.42.22, de la amistad <i>PRoss.Georg</i>.2.43.7 (II/III d.C.), πλοῦτος Plu.<i>Comp.Arist.Cat</i>.4, cf. Ph.1.572.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπολαυστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] που τον απολαμβάνει ή που [[είναι]] δυνατόν να τον απολαύσει [[κάποιος]].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαυστός Medium diacritics: ἀπολαυστός Low diacritics: απολαυστός Capitals: ΑΠΟΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: apolaustós Transliteration B: apolaustos Transliteration C: apolafstos Beta Code: a)polausto/s

English (LSJ)

όν,

   A enjoyed, enjoyable, Epicur.Ep.3p.60U., Phld.Ir.p.84 W., Ph.1.572, Diotog. ap.Stob.4.7.62, Plu.Comp.Arist.Cat.4.

German (Pape)

[Seite 310] zu genießen, Plut. Arist. et Cat. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαυστός: -όν, ὅν ἀπολαύει τις ἤ δύναται νὰ ἀπολαύσῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 124, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on peut jouir.
Étymologie: ἀπολαύω.

Spanish (DGE)

-όν
agradable, placentero ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν Epicur.Ep.[4] 124, τὸ ... ἐπιθυμεῖν τῆς κολάσεως καθάπερ ἀπολαυστοῦ τινος el desear el castigo como algo agradable Phld.Ir.42.22, de la amistad PRoss.Georg.2.43.7 (II/III d.C.), πλοῦτος Plu.Comp.Arist.Cat.4, cf. Ph.1.572.

Greek Monolingual

ἀπολαυστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος που τον απολαμβάνει ή που είναι δυνατόν να τον απολαύσει κάποιος.