ἀργυρώνητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀργῠρώνητος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[comparado a precio de plata]], [[preciado]] ὑφαί A.<i>A</i>.949.<br /><b class="num">2</b> [[comprado con dinero]] de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός LXX <i>Iu</i>.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70<br /><b class="num">•</b>[[ἄμπελος]] <i>PAvrom</i>.1a.16 (I a.C.).<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ ἀ. [[esclavo comprado]] ἀ. σέθεν E.<i>Alc</i>.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον LXX <i>Ex</i>.12.44, cf. <i>Ge</i>.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ <i>Vit.Aesop.G</i>.32, cf. <i>BGU</i> 1105.21 (I a.C.), Lyd.<i>Mag</i>.3.62.
|dgtxt=(ἀργῠρώνητος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[comparado a precio de plata]], [[preciado]] ὑφαί A.<i>A</i>.949.<br /><b class="num">2</b> [[comprado con dinero]] de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός LXX <i>Iu</i>.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70<br /><b class="num">•</b>[[ἄμπελος]] <i>PAvrom</i>.1a.16 (I a.C.).<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ ἀ. [[esclavo comprado]] ἀ. σέθεν E.<i>Alc</i>.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον LXX <i>Ex</i>.12.44, cf. <i>Ge</i>.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ <i>Vit.Aesop.G</i>.32, cf. <i>BGU</i> 1105.21 (I a.C.), Lyd.<i>Mag</i>.3.62.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀργυρώνητος]], -ον)<br />αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο αγορασμένος με χρήματα, ο [[δούλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ωνητός]] <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]], [[παζαρεύω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρώνητος Medium diacritics: ἀργυρώνητος Low diacritics: αργυρώνητος Capitals: ΑΡΓΥΡΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: argyrṓnētos Transliteration B: argyrōnētos Transliteration C: argyronitos Beta Code: a)rgurw/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A bought with silver, θεράποντες Hdt.4.72; ὑφαί A.Ag.949; ὁ ἀ., i. e. slave, Isoc.14.18; ἀ. σέθεν E.Alc.676; ἀ. ἄμπελος PAvrom.1A 16 (i B.C.), cf. PLond.2.198 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρώνητος: -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ εἰσί σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. δοῦλος, δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. σέθεν Εὐρ. Ἄλκ. 676.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
acheté à prix d’argent ; ὁ ἀργυρώνητος esclave acheté à prix d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ὠνέομαι.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρώνητος) -ον
I 1comparado a precio de plata, preciado ὑφαί A.A.949.
2 comprado con dinero de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός LXX Iu.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70
ἄμπελος PAvrom.1a.16 (I a.C.).
II subst. ὁ ἀ. esclavo comprado ἀ. σέθεν E.Alc.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον LXX Ex.12.44, cf. Ge.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ Vit.Aesop.G.32, cf. BGU 1105.21 (I a.C.), Lyd.Mag.3.62.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀργυρώνητος, -ον)
αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος
αρχ.
ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»].