ἀρχαιοτροπία: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[austeridad]], [[primitivismo]] ἡ Κάτωνος ἀ. Plu.<i>Phoc</i>.3. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[austeridad]], [[primitivismo]] ἡ Κάτωνος ἀ. Plu.<i>Phoc</i>.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρχαιοτροπία]], η (Α) [[αρχαιότροπος]]<br />τα αρχαία ήθη, ο [[παραδοσιακός]] [[τρόπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A old fashioned ways, Plu.Phoc.3.
German (Pape)
[Seite 364] ἡ, alterthümliche Sitte u. Lebensart, Plut. Phoc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιοτροπία: ἡ, ἀρχαῖος τρόπος, ἀρχαῖον ἦθος, Πλουτ. Φωκ. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
simplicité des mœurs antiques.
Étymologie: ἀρχαιότροπος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
austeridad, primitivismo ἡ Κάτωνος ἀ. Plu.Phoc.3.
Greek Monolingual
ἀρχαιοτροπία, η (Α) αρχαιότροπος
τα αρχαία ήθη, ο παραδοσιακός τρόπος.