ἀσκόπευτος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser evaluado]], [[incalculable]] (πενία) [[ἀσκόπευτος]] οὐσία Secund.<i>Sent</i>.17. | |dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser evaluado]], [[incalculable]] (πενία) [[ἀσκόπευτος]] οὐσία Secund.<i>Sent</i>.17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσκόπευτος]], -ον) [[σκοπεύω]]<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] συγκεκριμένο σκοπό ή [[πρόθεση]]<br /><b>2.</b> ο [[αστόχαστος]], ο [[απερίσκεπτος]]|| <b>αρχ.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν επιδιώκει [[κανείς]], ο [[ανεπιθύμητος]]. II. <b>επίρρ.</b> (μσν.νεοελλ.) <i>ασκόπευτα</i><br />[[χωρίς]] προηγούμενη [[εξέταση]] («[[εκεί]] που πας ασκόπευτα»). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A free from intrusions, πενία ἀ. οὐσία Secund.Sent.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκόπευτος: -ον, ὅν οὐδεὶς θηρεύει, ἀθήρευτος, τί ἐστι πενία; ἄφθονον πρᾶγμα, ἀσκόπευτος οὐσία Σεκοῦνδος σ. 637.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser evaluado, incalculable (πενία) ἀσκόπευτος οὐσία Secund.Sent.17.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσκόπευτος, -ον) σκοπεύω
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση
2. ο αστόχαστος, ο απερίσκεπτος