ἄτυπος: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> medic. [[atípico]] de enfermos, Gal.7.471, del tartamudo por op. a los afectados por enfermedades, Gell.4.2.5.<br /><b class="num">2</b> [[carente de «tipo»]] la exégesis bíblica tipológica ἄ. δὲ νουθεσία οὐκ ἄν ποτε δειχθείη Adam.<i>Dial</i>.96.<br /><b class="num">3</b> adv. -ως [[de una manera no tipológica]] en la exégesis bíblica ἀ. συνέβαινεν ἐκείνοις Adam.<i>Dial</i>.96. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> medic. [[atípico]] de enfermos, Gal.7.471, del tartamudo por op. a los afectados por enfermedades, Gell.4.2.5.<br /><b class="num">2</b> [[carente de «tipo»]] la exégesis bíblica tipológica ἄ. δὲ νουθεσία οὐκ ἄν ποτε δειχθείη Adam.<i>Dial</i>.96.<br /><b class="num">3</b> adv. -ως [[de una manera no tipológica]] en la exégesis bíblica ἀ. συνέβαινεν ἐκείνοις Adam.<i>Dial</i>.96. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄτυπος]], -ον)<br /><b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «άτυπα κύτταρα», «άτυπη [[πνευμονία]]» — αυτός που παρουσιάζει κάποια [[απόκλιση]], τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό [[πεδίο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη [[συμφωνία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραυλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A speaking inarticulately, stammering, Gell 4.2.5 II conforming to no distinct type (of illness), Gal.7.471 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 390] der nicht deutlich reden kann, stammelnd, Gell. 4, 2.
Spanish (DGE)
-ον
1 medic. atípico de enfermos, Gal.7.471, del tartamudo por op. a los afectados por enfermedades, Gell.4.2.5.
2 carente de «tipo» la exégesis bíblica tipológica ἄ. δὲ νουθεσία οὐκ ἄν ποτε δειχθείη Adam.Dial.96.
3 adv. -ως de una manera no tipológica en la exégesis bíblica ἀ. συνέβαινεν ἐκείνοις Adam.Dial.96.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄτυπος, -ον)
ιατρ. φρ. «άτυπα κύτταρα», «άτυπη πνευμονία» — αυτός που παρουσιάζει κάποια απόκλιση, τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό πεδίο
νεοελλ.
αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη συμφωνία»)
αρχ.
τραυλός.