βαλσαμίνη: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />bot. [[manzanilla loca]], [[Anacyclus radiatus]] Loisel o bien [[antimaño]], [[flor de muerto]], [[Chrysanthemum coronarium L.]], Ps.Dsc.3.139, Plin.<i>HN</i> 23.92. | |dgtxt=-ης, ἡ<br />bot. [[manzanilla loca]], [[Anacyclus radiatus]] Loisel o bien [[antimaño]], [[flor de muerto]], [[Chrysanthemum coronarium L.]], Ps.Dsc.3.139, Plin.<i>HN</i> 23.92. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαλσαμίνη]], η (Α) [[βάλσαμον]]<br />το [[βούφθαλμον]], [[ονομασία]] για διάφορα είδη [[φυτών]] με κίτρινα [[άνθη]] της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = βούφθαλμον, Ps.-Dsc.3.139; balsaminum, = ὀποβάλσαμον, Plin.HN23.92.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, Balsamine, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βαλσαμίνη: ἡ, τὸ φυτὸν τοῦ βαλσάμου, βούφθαλμον, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot. manzanilla loca, Anacyclus radiatus Loisel o bien antimaño, flor de muerto, Chrysanthemum coronarium L., Ps.Dsc.3.139, Plin.HN 23.92.
Greek Monolingual
βαλσαμίνη, η (Α) βάλσαμον
το βούφθαλμον, ονομασία για διάφορα είδη φυτών με κίτρινα άνθη της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων.