βιαστός: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(6_11) |
(7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βιαστός''': -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς βίας γινόμενος, Λιβάν. 4. 793. | |lstext='''βιαστός''': -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς βίας γινόμενος, Λιβάν. 4. 793. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[βιαστός]], -ή, -όν) [[βιάζομαι]]<br />αυτός που έγινε με τη βία. | |||
}} | }} |