γαλακτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243
(big3_9)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[semejante a la leche]] τὰ καταμήνια Arist.<i>HA</i> 634<sup>b</sup>19, χρῶμα Plu.2.892e.
|dgtxt=-ές<br />[[semejante a la leche]] τὰ καταμήνια Arist.<i>HA</i> 634<sup>b</sup>19, χρῶμα Plu.2.892e.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[γαλακτοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] με το [[γάλα]], ο [[γαλακτώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που μοιάζει στη [[σύσταση]] με το [[γάλα]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοειδής Medium diacritics: γαλακτοειδής Low diacritics: γαλακτοειδής Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: galaktoeidḗs Transliteration B: galaktoeidēs Transliteration C: galaktoeidis Beta Code: galaktoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like milk, milk-white, χρῶμα Placit.3.1.4.

German (Pape)

[Seite 471] ές, milchartig, Plut. plac. phil. 3, 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοειδής: -ές, ὅμοιος γάλακτι, ὡς γάλα λευκός, Παρμενίδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 574, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16· πρβλ. γαλακτώδης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à du lait.
Étymologie: γάλα, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
semejante a la leche τὰ καταμήνια Arist.HA 634b19, χρῶμα Plu.2.892e.

Greek Monolingual

-ές (Α γαλακτοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει στο χρώμα με το γάλα, ο γαλακτώδης
νεοελλ.
εκείνος που μοιάζει στη σύσταση με το γάλα.