γραίνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[comer]] Hsch., cf. [[γράω]].
|dgtxt=[[comer]] Hsch., cf. [[γράω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[γραίνω]]) [[γράω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξεχωρίζω]] με τα δάχτυλα τα έρια που πρόκειται να ξανθούν<br /><b>αρχ.</b><br />[[ροκανίζω]], [[κατατρώγω]].———————— <b>(II)</b><br />[[υγραίνω]], [[διαβρέχω]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραίνω Medium diacritics: γραίνω Low diacritics: γραίνω Capitals: ΓΡΑΙΝΩ
Transliteration A: graínō Transliteration B: grainō Transliteration C: graino Beta Code: grai/nw

English (LSJ)

   A = γράω, gnaw, Hsch. γραιολέας· πονηρὰς ἢ ὀλεθρίας γραίας, Id.

German (Pape)

[Seite 503] = γράω, nagen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

γραίνω: γράω, ῥοκανίζω,Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

manger HSCH.
Étymologie: γράω.

Spanish (DGE)

comer Hsch., cf. γράω.

Greek Monolingual

(I)
γραίνω) γράω
νεοελλ.
ξεχωρίζω με τα δάχτυλα τα έρια που πρόκειται να ξανθούν
αρχ.
ροκανίζω, κατατρώγω.———————— (II)
υγραίνω, διαβρέχω.